28.3.15


Κι ήτανε κάποτε δύο βοσκοί, καθείς με το κοπάδι του.
Ο ένας με μεγαλύτερο, ο άλλος με το μικρότερο.
"Δεν έχει και πολλή σημασία."
Αφού τροφή αναζητούσαν κι οι δυο, τα ζωντανά τους να ταΐσουν.

Και ας τ' αποφάσισαν μαζί να συντροφεύσουν, σε άλλα μέρη στάθηκαν να τη γυρέψουν.
Μακριά αρκετά, τόσο ώστε να μη βλέπονται, μα να ακούγονται.
Και ενώ το παραμύθι τους κυλούσε, ξάφνου ο αστείος αποφάσισε να παίξει.
Και βάλθηκε να ξεφωνίζει πως κίνδυνος κοντοζυγώνει και το κοπάδι του φοβόταν.
Και αναστατωμένος ο άλλος έτρεχε τα πρόβατα να σώσει.
Αλλά η αλαφιασμένη του ψυχή σε φάρσα ξεγελιόταν.
Μια, δυο, τρεις ξεχύθηκε το λύκο να γυρέψει και πάντα αυτός κατέληγε τα μούτρα του να τρώει.
Ώσπου στο τέλος μάτωσαν τα πράσινα γρασίδια.
Κι έμεινε εκεί ο αστείος μονάχος να θρηνεί με το χαμόγελο στα χέρια,
ενόσω ο άλλος ξέφευγε ζωσμένος το κοπάδι. 

19.3.15

Να το ξέρεις,
με κάνεις να νιώθω


σαν
τον
τυπάκο
στην
κλήρωση
του
τζόκερ
όταν
ετοιμάζεται
να
πει
τη
λέξη
κληρωτίδα.